(δημοσιεύθηκε στα "Νέα της Πανελλήνιας Κίνησης
Δασολόγων", Νο 57, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2013, Σελ. 3 –
4)
Αν και δεν είναι τελείως γνωστή, μέχρι στιγμής, η γεωγραφική διανομή του μέσου ετήσιου ρυθμού αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, ούτε ποιοι είναι τελικά οι κύριοι παράγοντες ελέγχου αυτής της διεργασίας [8], είναι γεγονός, ότι στα τροπικά βροχερά δάση (θερμά και υγρά κλίματα) η αποσύνθεση είναι ταχύτατη, ενώ στα δάση των βορείων περιοχών (ψυχρά κλίματα) η αποσύνθεση της οργανικής ουσίας προχωρεί πολύ αργά [4,5]. Σε άλλες περιοχές της γης καθοριστικό ρόλο παίζει η εδαφική υγρασία. Στις βορειοανατολικές ορεινές περιοχές της Μικράς Ασίας, για παράδειγμα, παρατηρείται ταχύτερη αποσύνθεση της δασικής βιομάζας στις -ψυχρότερες, εντούτοις υγρότερες- βορινές εκθέσεις παρά στις -θερμότερες, αλλά και ξηρότερες- νότιες εκθέσεις των βουνοπλαγιών [7]. Ομοίως, στα δάση της Βρετανικής Κολομβίας η ταχύτητα αποσύνθεσης είναι μικρότερη τόσο στις περιοχές με τις λιγότερες βροχοπτώσεις, όσο και σε εκείνες που έχουν υποστεί εκτεταμένη αποψιλωτική υλοτομία εξαιτίας της ισχυρότερης ξήρανσης του εδάφους [6]. Αλλά και στη χώρα μας εύκολα παρατηρεί κανείς, ότι η αποσύνθεση των ξηρών χόρτων αρχίζει μετά τις πρώτες καλές βροχοπτώσεις του φθινοπώρου, ενώ κατά τη διάρκεια του ξηρού καλοκαιριού τα στελέχη τους παραμένουν σχεδόν ανέπαφα. Στα δε βιβλία της δασικής εδαφολογίας [5] αναγράφεται, ότι η οργανική ουσία αποσυντίθεται ταχύτερα κάτω από μέσες συνθήκες θερμοκρασίας (30-40ºC) και υγρασίας εδάφους (60-80% της υδατοϊκανότητας), κάτι που προϋποθέτει συχνές και ικανοποιητικής ποσότητας βροχοπτώσεις. Συνεπώς η ξηρασία αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά την αποσύνθεση των φυτικών υπολειμμάτων.
Η μέση ετήσια πραγματική εξατμισοδιαπνοή έχει συχνά χρησιμοποιηθεί ως κλιματολογικός δείκτης του ρυθμού αποσύνθεσης, αφού αυξάνεται αυξανομένης της θερμοκρασίας, εφόσον φυσικά υπάρχει εδαφικό νερό διαθέσιμο προς εξάτμιση. Συνεπώς, οι τιμές της πραγματικής εξατμισοδιαπνοής είναι μικρές, εκεί όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές ή οι βροχοπτώσεις λίγες, με άμεσο επακόλουθο να παρατηρούνται σε δάση μεγάλων γεωγραφικών πλατών παρόμοιες τιμές πραγματικής εξατμισοδιαπνοής με δάση ξηρών περιοχών σε μικρά γεωγραφικά πλάτη. Ωστόσο, ούτε η πραγματική εξατμισοδιαπνοή αποδεικνύεται πάντοτε ο καλύτερος κλιματολογικός δείκτης του ρυθμού αποσύνθεσης [3]. Για την περιοχή του Καναδά, για παράδειγμα, η μέση ετήσια θερμοκρασία και το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης επεξηγούν καλύτερα το φαινόμενο της αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων από τη μέση ετήσια πραγματική εξατμισοδιαπνοή.
Η αδυναμία της μέσης ετήσιας πραγματικής εξατμισοδιαπνοής να επεξηγεί παντού σε ικανοποιητικό βαθμό το φαινόμενο της αποσύνθεσης δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί, αφού οι υπολογισμοί της γίνονται συνήθως για εδάφη με σημαντική ικανότητα κατακράτησης ύδατος (100-
Μια καλύτερη προσέγγιση του εν λόγω προβλήματος επιτεύχθηκε με τη βοήθεια ενός απλού μοντέλου (εξίσωση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με ανεξάρτητες μεταβλητές τη μέση ετήσια θερμοκρασία και το υδατικό έλλειμμα της περιόδου Μαΐου-Σεπτεμβρίου, δηλαδή της διαφοράς του ύψους βροχής από τη δυναμική εξατμισοδιαπνοή), το οποίο επεξηγεί σημαντικό ποσοστό της χωρικής μεταβλητότητας του μέσου ετήσιου ρυθμού αποσύνθεσης για ένα μεγάλο εύρος οικοσυστημάτων, από την αρκτική τούνδρα έως τα τροπικά βροχερά δάση [3]. Για παράδειγμα, η εξίσωση που αφορά την αποσύνθεση βελονών δασικής πεύκης έχει τη μορφή:
K=0.195 + 0.0277 Tamt + 0.000721 D
Όπου: Κ, το ποσοστό της
φυτικής μάζας που αποσυντίθεται ετησίως,Tamt, η μέση ετήσια θερμοκρασία (°C) και
D, μέσο ύψος βροχής μείον μέση τιμή δυναμικής εξατμισοδιαπνοής για το πεντάμηνο Μαΐου-Σεπτεμβρίου (mm).
Με την εξίσωση αυτή επεξηγείται το 74% της διακύμανσης του μέσου ετήσιου ρυθμού αποσύνθεσης βελονών δασικής πεύκης από 34 διαφορετικές τοποθεσίες στην Ευρώπη, ποσοστό πολύ υψηλό, αν ληφθεί υπόψη ότι η αποσύνθεση εξαρτάται και από άλλους παράγοντες (φυτικό είδος, χημική σύσταση, μικροοργανισμούς, ιδιότητες εδαφών) πέρα των κλιματικών. Από την ίδια εξίσωση φαίνεται ξεκάθαρα, ότι η θερινή ξηρασία επιβραδύνει το ρυθμό αποσύνθεσης.
Τρόποι υπολογισμού της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής για τη χώρα μας δίνονται στην εργασία «Κλίμα και δασική βλάστηση της Ελλάδας» [2]. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στον ελλαδικό χώρο μόνο σε τοποθεσίες των οροσειρών της Πίνδου και της Ροδόπης το μέσο ύψος βροχής Μαΐου-Σεπτεμβρίου μπορεί και φτάνει τα 300-
Από όποια σκοπιά, δηλαδή, κι αν εξετασθεί το θέμα και χρησιμοποιώντας τις κλιματικές συνθήκες ως οδηγό, ώστε να καλυφθεί ένα ακόμα κενό ερευνητικό πεδίο στη χώρα μας, συμπεραίνεται ότι οι ρυθμοί αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων στα μεσευρωπαϊκά δάση είναι ταχύτεροι από εκείνους των ελληνικών δασών. Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Σημαίνουν ότι κάποια πράγματα τα έχουμε διδαχθεί λάθος στην Σχολή και οπωσδήποτε εφαρμόζονται λάθος στην πράξη. Η χρήση δασοκομικών μεθόδων άλλων χωρών μπορεί να οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα, αν δεν ληφθούν υπόψη οι διαφορές στις κλιματικές συνθήκες. Στη Μεσευρώπη οι θερινές βροχοπτώσεις είναι πολύ περισσότερες απ' ό,τι στις δικές μας ορεινές περιοχές, με αποτέλεσμα αφενός το μειωμένο κίνδυνο πυρκαγιάς στα δάση της και αφετέρου γρηγορότερο ρυθμό αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων. Έτσι, στην περίπτωση πολυήμερης ή πολύμηνης ξηρασίας θα εκδηλωθούν στα μεσευρωπαϊκά δάση μικρότερης έντασης πυρκαγιές. Αντίθετα στη χώρα μας, ο σοβαρότερος κίνδυνος για τα δάση είναι οι πυρκαγιές και όχι η μείωση της παραγωγικότητας. Τα περισσότερα από τα δάση μας διασώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, παρά τις ληστρικές υλοτομίες, την υπερβόσκηση, τις πυρκαγιές (ένεκα εμπρησμών, πολέμων και κεραυνών) και χωρίς την ύπαρξη υπηρεσίας για την προστασία τους. Όμως, η σημερινή υποεκμετάλλευση και η πολυδάπανη, αδιάκριτη υπερπροστασία τα έχει καταντήσει πραγματικές πυριτιδαποθήκες, που δίνουν πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμες πυρκαγιές, πρωτοφανώς καταστροφικές από οικολογική και οικονομική άποψη. Είναι γεγονός, ότι τα φύλλα, οι βελόνες και τα πολύ λεπτά κλαδιά, που κάθε χρόνο νεκρώνονται και πίπτουν στο δασικό έδαφος και που αποσυντίθενται πολύ πιο εύκολα σε σύγκριση με κλάδους, φλοιό και κορμούς, είναι υπεραρκετά για τη διατήρηση της παραγωγικότητας των δασών μας. Μικρός δε αριθμός μεμονωμένων νεκρών δέντρων σε διάσπαρτες, επιλεγμένες θέσεις αρκεί για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας εντόμων και μυκήτων. Συνεπώς πρόληψη δασικών πυρκαγιών σημαίνει, κατά πρώτο λόγο, όχι στα υπολείμματα υλοτομιών εντός των δασών μας και δη των ελατοδασών. Όχι αποφλοίωση εντός των δασών. Άμεση απομάκρυνση των νεκρών δέντρων μετά από πυρκαγιές ή ξηράνσεις από έντομα. Ελευθερία και ανοχή στους πολίτες, όσον αφορά την συλλογή και απόληψη ξηρών κλαδιών μέσης ή μεγάλης διαμέτρου για καυσόξυλα (ειδικά τώρα που έχει ο κόσμος μεγάλες ανάγκες), αλλά και χρήση εθελοντών για καθαρισμούς δασών και αναδασώσεων από κατακείμενους νεκρούς κλάδους και κορμούς.
Μας μάθαιναν στην Σχολή, ότι αρχή της δασολογικής επιστήμης είναι το «μιμηθείτε τη φύση, επιταχύνετε το έργο της» ή τέλος πάντων κάπως έτσι. Το πράττουν αυτό οι Έλληνες δασολόγοι; Μάλλον όχι, αφού στα διαχειριζόμενα ελατοδάση το νεκρό υλικό φαίνεται, μακροσκοπικώς τουλάχιστον, να είναι πολύ περισσότερο από τα εκτός διαχείρισης, βοσκόμενα κλπ. Έτσι, τα υπό διαχείριση ελατοδάση αφανίζονται σήμερα από πυρκαγιές ασύλληπτης έντασης (Μαίναλο, Αύγουστος 2000) και μάλιστα επαναλαμβανόμενες στα συμπλέγματα εκείνα, όπου δεν απομακρύνθηκαν οι κορμοί (Μαίναλο, Αύγουστος 2006, Ιούλιος 2008, Αύγουστος 2011). Συνεπώς, τα παραπάνω πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη από τους συναδέλφους των δασαρχείων και να αλλάξει άμεσα η επικρατούσα νοοτροπία και πρακτική, όχι βέβαια για να διευκολυνθεί το έργο ημών των δασολόγων του Πυροσβεστικού Σώματος, αλλά για να είναι εφικτό να παραδοθεί στις επόμενες γενεές, όσο γίνεται ανέπαφο, ό,τι από το φυσικό περιβάλλον της πατρίδας μας έχει απομείνει και να μην πάει χαμένο το σπουδαίο έργο (προστασία, διαχείριση, αναδασώσεις), που επί δεκαετίες επιτελέσθηκε από τη Δασική Υπηρεσία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Berg B., Berg M.P., Bottner P., Box E., Breymeyer A.,
et al. (1993):
Litter mass loss in pine forests of Europe and Eastern United States as
compared to actual evapotranspiration on a European scale. Biogeochemistry 20:
127-153.2) Γκουβάς Μ., Σακελλαρίου Ν. (2011): Κλίμα και δασική βλάστηση της Ελλάδας. Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης. Τεχνική Βιβλιοθήκη, μελέτη υπ’ αριθ. 01/2011.
3) Liski, J., Nissinen, A., Erhard, M. (2003): Climatic effects on litter
decomposition from arctic tundra to tropical rainforest. Global Change Biology,
9: 575-584.
4) Ντάφης Σ. (1986): Δασική οικολογία. Θεσσαλονίκη.
5) Παπαμίχος
Ν. (1990): Δασικά εδάφη (Σχηματισμός, Ιδιότητες, Συμπεριφορά). Έκδοση Β΄
βελτιωμένη. Θεσσαλονίκη.
6) Prescott, C.E., Blevins L.L., Staley C. (2004):
Litter decomposition in British Columbia forests: Controlling factors and
influences of forestry activities. BC Journal of Ecosystems and Management
5(2): 44–57.
7) Sariyildiz T, Küçük M. (2008): Litter mass loss
rates in deciduous and coniferous trees in Artvin, Northeast Turkey:
Relationships with litter quality, microclimate and soil characteristics. Turk
J Agric For 32 (2008): 547-559.
8) Zhang D., Hui D., Luo Y., Zhou G. (2008): Rates of
litter decomposition in terrestrial ecosystems: global patterns and controlling
factors. Journal of Plant Ecology, 1: 85-93.